Μπαρκάρισαν οι μνήμες μου και βγήκαν στα βαθιά,
ταξίδι για να ξεχαστούν ν’ αλλάξουνε νερά
και βρήκανε τους φίλους μου που ψάχνοντας μια νότα,
το μάτι τους βασίλεψε και πέσαν μες τη βότκα.

Εκεί ταριχευτήκανε μέσα σ’ ένα ποτήρι,
σ’ αυτούς που τους μισήσανε να κάνουν το χατίρι.

Τις νύχτες τα συνθήματα ξύνουνε απ’ τους τοίχους,
τις λέξεις τους να κλέψουνε και να τις κάνουν στίχους,
το δάκρυ τους στο μάγουλο γλίστρησε, παραδόθηκε,
ξεκόλλησε απ’ το πρόσωπο, έπεσε και σκοτώθηκε.

Μπαρκάρισαν οι μνήμες μου και βγήκαν στα βαθιά
και μένα με ξεχάσανε στα ίδια τα νερά.